Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

ΚΥΚΛΟΣ

Ξημερώνει, βραδιάζει, σκοτεινιάζει, φωτίζει,
ένας κόσμος όμορφος γεννιέται σήμερα,
ένας άσχημος κόσμος πεθαίνει,
ένας άλλος κόσμος μονότονος, ζει.

Αγωνίες, χαρές, συγκινήσεις και πόνοι,
ένας πόλεμος με συμμάχους διχόνοιες και μίση,
με αντίπαλους ψεύδη και πάθη
και κριτές τους πιστούς της αγάπης.
Καθώς τρέχεις θα κόψεις και λούλουδα
που φυτρώνουν σε άγρια λιβάδια,
μύρισέ τα να δεις πως μαραίνονται
πριν ακόμα γευθείς την πνοή τους.
Τρέχα, τρέχα γιατί έτσι μας κάνανε,
μηχανές που διυλίζουν τον χρόνο
και παράγουνε άψυχα νούμερα.
Προσπαθείς να σταθείς, δεν μπορείς
κι' όλο τρέχεις να πιάσεις το άπειρο
που κυλάει και κείνο μαζί σου.

Ξημερώνει, βραδιάζει, σκοτεινιάζει, φωτίζει,
ένας κόσμος άσχημος πέθανε σήμερα,
ένας όμορφος κόσμος γεννιέται,
ένας άλλος κόσμος μονότονος, ζει.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που μου δειξες το Πρόσωπό Σου

Εκεί όπου ο κόκκινος ουρανός γίνεται μια σκούρα θάλασσα
Εκεί που ο ήλιος του δειλινού σμίγει με τα’ ασημένιο φεγγάρι
Εκεί που ο ήχος του τζιτζικιού σβήνει για ν' ακουστεί το τριζόνι
Εκεί που οι νυχτερίδες συναγωνίζονται στο πέταγμα τα χελιδόνια
Εκεί που το σούρουπο ανταμώνει τη νύχτα
Εκεί που η σιωπή υποκλίνεται στις καμπάνες του εσπερινού
Εκεί που ο αποσπερίτης δείχνει το δρόμο στ' αστέρια
Εκεί που η μέρα γίνεται μια κουκίδα που πέρασε μέσα στο χρόνο
Εκεί που η σκέψη σταματά στη μικρότητά της

Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που μου δειξες το Πρόσωπό Σου

Τι κρίμα που τόσοι σε ψάχνουν αλλού…..

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Σε κοίταζα που έφευγες
καθώς ο ήλιος έγερνε
πίσω απ΄ τα ψηλώματα.
Και έφευγες και έγερνε
ώσπου στο τέλος χάθηκες
και συ κι' αυτός
και ήρθε το σκοτάδι.

ΜΕΤΡΟ

Θέλω να πάω σ΄ ένα αστέρι
μακρινό και απόκοσμο.
Κι' από κει να κοιτάξω τη γη
έτσι μικρή, έτσι ασήμαντη,
φλόγα κεριού μπρος τον ήλιο.
Κι' ύστερα, κι' ύστερα θα γυρίσω πίσω
να μετρήσω το μίσος.

ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ

Διαβαίνουμε μονοπάτια χιλιοπατημένα.
Μονοπάτια που δεν τ' ανακάλυψαν ποτέ.
Γιατί νόμιζαν πως βρήκανε το δρόμο
και χάθηκαν μ' αυτή την ανακάλυψη.

Είμαστε κύματα σ' έναν ωκεανό ελπίδων,
Κι' όλο τρέμουμε μη σταματήσει τ' αγέρι
και σβήσει ο χορός του νερού.
Μα πάντα ο ήλιος του δειλινού γλυστράει
κατακόκκινος επάνω στα κουφάρια μας.

Μας είπανε ν΄αγωνιστούμε.
Κάθε αγώνας όμως έχει κι΄ένα νικητή.
Για χρόνια περιμέναμε τους νικητές να φανούνε.
Θα ζούνε πάντα με τ' όραμά τους.
Εμείς χάσαμε και στην προσμονή.

Κι΄ ύστερα λένε πως ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται…

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τελικά, μήπως στην άκρη της θάλασσας κάποιο ζεστό απόγευμα,
εκεί που ο ήλιος βυθίζεται γλιστρώντας κόκκινος στα σκούρα νερά,
είναι αυτό που ψάχνεις;

Τελικά, μήπως το ελαφρύ θρόισμα των φύλλων της ελιάς ,
εκεί που κάθεσαι από κάτω καθώς τ' αγέρι παίζει μαζί τους,
είναι αυτό που θες ν' ακούσεις;

Τελικά, μήπως τ' αστέρια που τρεμοπαίζουν από πάνω σου,
μια καλοκαιριάτικη νύχτα, καθώς άφωνος σηκώνεις το κεφάλι σου ψηλά,
είναι αυτό που θες να δεις;

Τελικά, μήπως οι θεϊκοί ήχοι μιας καμπάνας απόμακρης, ενωμένοι
με τα κουδούνια των αγελάδων που συνάντησες στο μοναχικό βραδινό σου περίπατο, σου δίνουν τη λύση;

Τελικά, μήπως τα χαρούμενα παιδικά χάχανα
και η ζεστή ματιά του ανθρώπου σου ενισχυμένη με ένα άγγιγμα,
είναι ο προορισμός σου;

Τελικά, μήπως ψάχνεις μακριά αυτό που είναι δίπλα σου;
Μήπως προσπαθείς να δημιουργήσεις αυτό που ήδη υπάρχει;
Μήπως αγωνίζεσαι σ' έναν αγώνα που έληξε πριν αρχίσει;
Μήπως κυνηγάς την ώρα και παραβλέπεις τη στιγμή;

Τελικά, μήπως πρέπει να ψάξεις βαθιά στον καθρέπτη;

ΚΥΚΛΑΔΕΣ

Φούντωνε τ’ Αιγαίου τ’ αγέρι κι η θάλασσα άφριζε με κύματα πελώρια
μεγαλώνοντας στο διάβα της τις σπηλιές και τις κουφάλες των βράχων.

Τα’ άσπρα σπίτια στους άνυδρους λόφους σμίγανε με τα σήμαντρα
από τις εκκλησιές και τα ξωκλήσια , στο ίδιο χρώμα.

Οι κάκτοι, οι συκιές και τα λιόδεντρα λικνίζονταν αρμονικά
σε ρυθμούς μελτεμιού του Αυγούστου.

Και συ, κάτω εκεί στη χρυσή αμμουδιά, ένα ίχνος απόμερο,
έβρεχες ρυθμικά τις πατούσες των άκρων μετρώντας στιγμές ζωής.

ΓΡΙΦΟΣ

Αγάπησες, λαχταρώντας δυο στάλες αγάπης,
δίψασες.
Κολύμπησες, στο ποτάμι της ίσης προσπάθειας,
πνίγηκες.
Θυμήθηκες, του καλού το δρόμο να πάρεις,
χάθηκες.
Σκόνταψες, ένα χέρι έψαξες δίπλα σου,
έπεσες.

Άλλοι την είπαν ατυχία,
Άλλοι την είπαν αδικία
Είναι και κάποιοι που την είπανε ζωή.

ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ

Tο τραίνο σφυρίζει το τραίνο περνά,
και συ το κοιτάζεις που φεύγει ξανά
και πάλι προσμένεις στον άδειο σταθμό
το έχασες μόλις για λίγο κι αυτό.

Το τραίνο σφυρίζει το τραίνο περνά
και θες να κατέβεις σε λίγα λεπτά
και φεύγοντας πάλι στον ίδιο ρυθμό
μονάχος σου μένεις σε λάθος σταθμό.

Το θέμα δεν είναι το τραίνο να δεις
και μέσα στο τραίνο ορμώντας να μπείς
το θέμα δεν είναι νωρις να κατέβεις
κι αν είναι στο τέρμα αυτό που γυρεύεις;

Τα τραίνα μ’ανθρώπους γεμάτα περνάνε
μα πόσοι από δαύτους γνωρίζουν που πάνε;
Ποιο τραίνο είναι εκείνο που πρέπει ν΄ανέβουν
τι άγχος στ΄αλήθεια μη λάθος κατέβουν.

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

Μια παρένθεση στο χρόνο
χωρίς στίγμα και πορεία
μια παρένθεση.

Κι η αγάπη κι η φιλία
και το μίσος κι η κακία
μια παρένθεση.

Ο αγώνας κι η θυσία
κι η ελπίδα κι η αγωνία
μια παρένθεση.

Και η δίψα για βραβεία
που τα δίνει η αδικία
μια παρένθεση.

Της ζωής η ευτυχία
είναι πάντα μόνο μία
και τη νοιώθουν μόνο τότε
σαν αρχίσουν να την βλέπουν
σαν παρένθεση.